- κυανίζοντα
- κυανίζωpres part act neut nom/voc/acc plκυανίζωpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεύκανση — Επεξεργασία η οποία εκτελείται στην υφαντουργία, στη βιομηχανία χαρτιού και στα φινιριστήρια με σκοπό να εξαλειφθούν τα φυσικά χρώματα των ινών και οι ξένες ουσίες που περιέχουν, ώστε να βελτιωθεί ο βαθμός λευκότητας των προϊόντων. Η λ. είναι… … Dictionary of Greek
πλουμπάγγο — Ημιαναρριχώμενος θάμνος της οικογένειας των πλουμβαγινιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές του ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας. Λέγεται και μολύβδαινα. Έχει φύλλα γλαυκόχροα, ωοειδή ή αντωοειδή, με μικρό μίσχο και άνθη κυανίζοντα ή μολυβιά, με στεφάνη… … Dictionary of Greek